- ζαβολιάρης, -α, -ικο
- αυτός που κάνει ζαβολιές: Αυτός ο ζαβολιάρης μάς χάλασε το παιχνίδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζαβολιάρης — άρα και άρισσα, ικο [ζαβολιά] 1. αυτός που κάνει ζαβολιές στο παιχνίδι και προσπαθεί να κερδίσει αντικανονικά και με απάτη 2. ο δύστροπος ή κακόπιστος στις συναλλαγές … Dictionary of Greek